συνηγόρουν

συνηγόρουν
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
συνηγορέω
plead in court
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνηγοροῦν — συνηγορέω plead in court pres part act masc voc sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court pres part act masc voc sg (attic epic doric) συνηγορέω plead in court… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… …   Dictionary of Greek

  • λω — λῶ και, σπαν., λείω, άχρ. ασυναίρ. τ. λάω (Α) θέλω, επιθυμώ («άποθανεῑν οὐ λῶ», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *lēi «επιθυμώ, θέλω» (με ανώμαλο σχηματισμό στο θέμα) και να συνδεθεί με τους τ. λαιδρός*,… …   Dictionary of Greek

  • ολίσθανος — ὀλισθανος, ον (Α) (αμφβλ. τον.) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα ανος. Αμφίβολη είναι η θέση τού τόνου τής λ., αν και οι τ. με επίθημα ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ τής θέσης τού τόνου στη… …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”